- συνεκθλίβω
- Α1. συνθλίβω, ζουλώ («συνεκθλίβει τὸ ὑγρὸν εἰς τὴν σικύαν», Πλούτ.)2. γραμμ. αποβάλλω φθόγγο ή δίφθογγο στην αρχή ή στο τέλος λέξης συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκθλίβω «πιέζω, στείβω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek